1 ἀπειρία, -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Lex.4, Flat.1; -είη Epigr.Gr.1078.5 (Adana)
inexperiencia, impericia abs. Hp.Flat.1,
ἡ δὲ ἀπειρίη κακὸς θησαυρόςHp.Lex.4,
ἐμπειρία τε τῆς ἀ. κρατεῖE.Fr.619,
ὑπὸ ἀπειρίαςPl.Tht.167b,
δι' ἀπειρίανPl.Grg.518d, cf. Th.1.80, Polus en Arist.Metaph.981a5
•falta de experiencia, desconocimiento c. gen. obj.
τοῦ θανεῖνE.Fr.816.10,
διά τινα ἄγνοιαν καὶ ἀ. τῶν ὄντων βίωνPl.Lg.733d,
ὀνομάτων ὀρθότητοςPl.Cra.404c,
τοῦ ἐρωτᾶν καὶ ἀποκρίνεσθαιPl.R.487b,
ἔργουAnd.3.2,
μουσικῆςPhiletaer.18,
τῆς μέθηςAntipho 4.3.2,
τῶν πολεμικῶνPlb.5.42.4,
τῶν τόπωνPlb.14.8.9,
διαλέκτωνPh.1.406, c. gen. subjet.
τοῦ ἰητροῦHp.Praec.2,
ἀπειρείησι νόοιο (sic)Epigr.Gr.l.c.,
<τοῦ> ἡνιόχουPh.1.58.